- πηός
- και δωρ. τ. παός, ὁ, Α1. συγγενής από αγχιστεία, λόγω γάμου («πόσιν πηούς τε φίλους τε», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) συγγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε σχέση συγγένειας, και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. πηός προέρχεται από αμάρτυρο *πᾶσός και συνδέεται με το λατ. par(r)icida «μητροκτόνος» ή «πατροκτόνος» προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες. Η λ. πηΐσκος* δεν φαίνεται να συνδέεται με τον τ. πηός].
Dictionary of Greek. 2013.